Η ΔΕΗ έως και σήμερα λειτουργεί σε ένα περιβάλλον που μεταβάλλεται με πολύ αργούς ρυθμούς και με μια κουλτούρα και πρακτικές που δεν χαρακτηρίζονται από καινοτόμες ιδέες, επιχειρηματικότητα, αποτελεσματικότητα και ευελιξία στους θεσμούς και τις διαδικασίες.
Ως αμιγώς κρατική μονοπωλιακή επιχείρηση κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, έχει κληρονομήσει από τη μία πλευρά ένα καθεστώς ιδιαίτερα ευνοϊκών όρων και ρυθμίσεων εργασίας και από την άλλη, λειτουργεί με ελλιπείς κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης που δεν ευνοούν την αποδοτικότητα της Επιχείρησης και την παροχή προστιθέμενης αξίας στον πελάτη.
Οι κοσμογονικές για τα δεδομένα της χώρας μας αλλαγές που έχουν αρχίσει να συντελούνται, προμηνύουν ότι σύντομα θα ακολουθήσουν και οι απαιτούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και προσπάθειες που θα οδηγήσουν αφενός μεν στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου εργασιακού καθεστώτος και, αφετέρου, σε καλύτερη εταιρική διακυβέρνηση στη ΔΕΗ.
Αυτές, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να είναι και οι προσπάθειες στις οποίες οφείλουν να εστιάσουν κατά προτεραιότητα η τρόικα και η πολιτεία, ώστε να καταστήσουν τη ΔΕΗ ικανή να ανταποκριθεί με επιτυχία στην πρόκληση της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος όλων των ενδιαφερόμενων μερών, των καταναλωτών, των εργαζομένων της, των μετόχων της, αλλά και της πολιτείας.
Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν προταχθεί η βίαιη απελευθέρωση της αγοράς, όπως προτείνεται από την τρόικα, θα αποδυναμωθεί περαιτέρω η ΔΕΗ και θα καταστεί μη βιώσιμη, με οδυνηρές επιπτώσεις για την οικονομία.
Και τούτο διότι οι εναλλακτικοί πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας δεν θα είναι έτοιμοι να καλύψουν αποτελεσματικά το κενό και η χώρα μας δεν έχει την πολυτέλεια να υποστηρίξει μια ακόμα προβληματική επιχείρηση και μάλιστα τέτοιου μεγέθους.
Υπάρχουν ωστόσο κι άλλοι, εξίσου σημαντικοί, λόγοι που συνηγορούν στο να μην αναληφθούν σήμερα πρωτοβουλίες βίαιης απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά πρωτοβουλίες για μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό της ΔΕΗ, καθώς και για τη δραστική αναμόρφωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να λειτουργεί εύρυθμα.
Πρώτον, σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, σε αντίθεση με τους κλάδους των αερομεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, όπου η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι οι καταναλωτές έχουν ωφεληθεί, στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας, τα οφέλη της απελευθέρωσης δεν έχουν αποδειχθεί ακόμη.
Δεύτερον, ο ηλεκτρισμός έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως προϊόν που τον διαφοροποιούν από άλλα προϊόντα δικτύων, όπως το ότι δεν αποθηκεύεται και ως εκ τούτου η προσφορά του πρέπει διαρκώς να είναι ίση με τη ζήτηση.
Τα χαρακτηριστικά αυτά δημιουργούν την ανάγκη για μεγάλες και δαπανηρές εφεδρείες παραγωγικού δυναμικού για να εξασφαλίζεται η ασφάλεια εφοδιασμού.
Τρίτον, το μοντέλο χονδρικής αγοράς που έχει επιλέξει η χώρα μας έχει πολλές «ελληνικές» ιδιαιτερότητες, οι οποίες οδηγούν την αγορά σε ανορθόδοξες πρακτικές όπως:
• Οι δηλώσεις με μηδενική τιμή όλων των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας.
• Η ανυπαρξία διμερών συμβάσεων αγοραπωλησίας ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ παραγωγών και προμηθευτών, που έχει ως αποτέλεσμα οι παραγωγοί να πωλούν την ενέργειά τους στη χονδρική αγορά (στον Διαχειριστή του Συστήματος) και όχι απευθείας στους καταναλωτές, όπου θα μπορούσαν να επιτύχουν καλύτερες τιμές, αλλά με μεγαλύτερο κόπο και ενδεχομένως περισσότερα έξοδα και επιχειρηματικά ρίσκα (marketing, δίκτυο πωλήσεων κ.λπ).
Τέταρτον, εμείς οι Ελληνες έχουμε γαλουχηθεί να θεωρούμε την ηλεκτρική ενέργεια ως ένα αυτονόητο και δεδομένο κοινωνικό αγαθό, αγνοώντας όμως πόσο πολύτιμο και πόσο ακριβό είναι.
Είναι πολύτιμο, διότι, για την παραγωγή του, εξαντλούμε φυσικούς πόρους, όπως ο λιγνίτης, για τη δημιουργία των οποίων η Φύση χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια.
Είναι ακριβό διότι, αντί τα οικονομικά οφέλη, που έχουν προκύψει από τη χρήση αυτών των φυσικών πόρων, να έχουν επιμεριστεί και στις επόμενες γενιές, έχουν αφειδώς παρασχεθεί στους καταναλωτές των τελευταίων πενήντα ετών, μέσω του, υπέρ του πρώην κρατικού μονοπωλίου (ΔΕΗ), χαμηλότερου κόστους.
Επιπρόσθετα, δεν υπάρχει πειστική εξήγηση γιατί αυτό το πλεονέκτημα (εάν και εφόσον διατηρηθεί) θα πρέπει, σύμφωνα με την πρόταση της τρόικας, σε ένα μεγάλο ποσοστό να περάσει σε νέους παίκτες.
Τέλος, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η υπερεπάρκεια ηλεκτρικής ενέργειας το 2009 και 2010 λόγω ενός αριθμού παραγόντων όπως η μείωση της κατανάλωσης, οι νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, η πολύ καλύτερη υδραυλικότητα, καθώς και η περίσσεια ηλεκτρικής ενέργειας στις γειτονικές χώρες, οδήγησε το σύστημα σε χαμηλές τιμές χονδρεμπορικής αγοράς (οριακή τιμή συστήματος).
Μερικές φορές μάλιστα, οι τιμές αυτές ήταν χαμηλότερες ακόμη και από το μεταβλητό κόστος λειτουργίας των μονάδων φυσικού αερίου (δηλαδή από το κόστος καυσίμου).
Αυτή είναι μια νέα, πρόσκαιρη ίσως, κατάσταση αντίθετη από αυτή που αντιμετώπισε η αγορά το 2007 και το 2008 (ενεργειακή στενότητα).
Ανάλογο πρόβλημα, για διαφορετική αιτία, θα αντιμετωπίσουμε μετά το 2013, όταν δεν θα χορηγούνται πλέον δωρεάν δικαιώματα εκπομπής CO2 στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας. Τότε θα αφαιρεθεί πλέον οριστικά το συγκριτικό πλεονέκτημα του εγχώριου λιγνίτη, έναντι των άλλων καυσίμων.
Από τα παραπάνω, είναι φανερό ότι δεν πρέπει να αναληφθούν σήμερα πρωτοβουλίες βίαιης απελευθέρωσης των ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων της ΔΕΗ (Ορυχεία και Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας) πριν από:
• Τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου εργασιακού καθεστώτος για την Επιχείρηση,
• Την εξασφάλιση ότι θα λειτουργεί βάσει κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης ικανοποιώντας τις προσδοκίες όλων των ενδιαφερόμενων μερών κατά τρόπο εξισορροπητικό
• Την ολοκλήρωση μιας ενδελεχούς μελέτης για την απελευθέρωση της αγοράς που δεν θα απαντά σε πρόσκαιρα προβλήματα, αλλά σε βάθος δύο τριών δεκαετιών, με βάση το ενεργειακό τοπίο που έχει διαμορφωθεί στην Ευρώπη. Επισημαίνεται ότι μια τέτοια μελέτη μπορεί και πρέπει να ολοκληρωθεί σε λίγους μήνες.
Τέλος, όσον αφορά τις μονοπωλιακές δραστηριότητες της ΔΕΗ, δεν υπάρχει απολύτως καμία δικαιολογία, τόσο για τη χώρα μας όσο και για τη ΔΕΗ να είναι σήμερα το μόνο από τα πρώην μεγάλα κρατικά μονοπώλια της Ευρώπης που δεν έχει κάνει τα αναγκαία βήματα εναρμόνισης με την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τον Διαχειριστή Δικτύου Διανομής.
Το μοντέλο εναρμόνισης της γαλλικής EDF για τις μονοπωλιακές δραστηριότητες Μεταφοράς και Διανομής είναι, κατά τη γνώμη μου, το ενδεδειγμένο για τη ΔΕΗ.
Είναι αυτό που θα εξασφαλίσει τη διαφανή και αποτελεσματική λειτουργία των δικτύων Μεταφοράς και Διανομής με το χαμηλότερο κόστος για τον καταναλωτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου