Toυ Eυαγγελου Aντωναρου
Είναι φυσικό οι αντιφάσεις στη συμπεριφορά της Γερμανίας και η στάση κορυφαίων εκπροσώπων της -είτε βρίσκονται στον χώρο της πολιτικής, είτε της οικονομίας, είτε των μέσων ενημέρωσης- να μας προκαλούν εκνευρισμό. Για να αποφεύγουμε όμως υπερβολές θα πρέπει να αναλύσουμε σωστά σε ποιους βασικούς παράγοντες οφείλονται αυτές οι αντιφάσεις και οι συχνές λεκτικές δολιχοδρομίες στην άσκηση της γερμανικής πολιτικής.
1. Η Γερμανία δεν έχει «ωριμάσει» όσο και όπως θα έπρεπε μετά την ενοποίησή της πριν από 20 χρόνια στον ρόλο της σημαντικότερης χώρας από πλευράς οικονομικής και πολιτικής επιρροής στον χώρο της Ευρώπης. Γι’ αυτό άλλωστε και διαχειρίζεται, συχνά με τρόπο άκομψο, τις διεθνείς της σχέσεις. Οταν πριν από μερικές εβδομάδες μιλώντας σε Γερμανούς τραπεζίτες τούς είπα απερίφραστα ότι η «κακόηχη πολυφωνία» των Γερμανών πολιτικών κατά το πρόσφατο διάστημα προκαλεί σύγχυση στην Ευρώπη, εισέπραξα ένα αναπάντεχο χειροκρότημα επιδοκιμασίας.
2. Αυτή η σχετική ανωριμότητα δεν αφήνει τον μέσο Γερμανό, που έχει μάθει να δουλεύει σκληρά και να βάζει με θαυμαστή αυτοπειθαρχία στην άκρη τις οικονομίες του, να καταλάβει γιατί η χώρα του πρέπει να βοηθάει στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης άλλες χώρες -σαν τη δική μας- που βρίσκονται σε ανάγκη. Πρόσφατα μου έλεγε Γερμανός υφυπουργός, με στενούς προσωπικούς δεσμούς με την Ελλάδα, ότι το κλίμα στην ιδιαίτερη εκλογική του περιφέρεια είναι όλο και πιο αρνητικό και καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να πείσει τους ψηφοφόρους του που τον εκλέγουν επί εικοσαετία γιατί η βοήθεια στην Ελλάδα είναι απαραίτητη.
3. Δεν είναι ασήμαντο το δικό μας μερίδιο ευθύνης στη δημιουργία αυτού του κλίματος. Οσο δίνουμε υποσχέσεις που δεν τηρούμε και βάζουμε στόχους που δεν πιάνουμε, η δυσπιστία απέναντί μας, ειδικά σε μια χώρα σαν τη Γερμανία, μεγαλώνει. Ακόμη: Κάνουμε φοβερά λάθη που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια στη διεθνή μας εικόνα. Είτε μιλώντας για «Τιτανικούς» και «ατελείωτη διαφθορά». Είτε γιατί κάποια πολιτικά πρόσωπα με κοντόφθαλμη θεώρηση των πραγμάτων μιλάνε ξαφνικά για συντάξεις αναπηρίας «μαϊμού» ή άλλα παρόμοια χωρίς να αναλογίζονται ότι όλα αυτά -υπαρκτά ασφαλώς φαινόμενα, αλλά περιορισμένα σε έκταση- μεταδίδονται, ειδικά στη σημερινή πολιτική συγκυρία, με κάθε λεπτομέρεια από τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία και εντείνουν μια ανεπίτρεπτα στρεβλή εικόνα της χώρας. Μια εικόνα που είναι πολύ δύσκολο να ανατραπεί στη συνέχεια.
4. Το τελευταίο διάστημα η επικοινωνία μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας πάσχει. Δεν αρκούν ούτε οι περιστασιακές επαφές Παπανδρέου - Μέρκελ, ούτε οι συχνότερες συναντήσεις Βενιζέλου - Σόιμπλε. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στις κυβερνήσεις Καραμανλή και Σημίτη, στην ηγετική ομάδα της σημερινής κυβέρνησης, και όχι μόνον, δεν υπάρχει απολύτως κανείς που να έχει άμεση γνώση της σημερινής Γερμανίας, που να μιλάει πολύ καλά γερμανικά, να μπορεί να επικοινωνήσει με τους Γερμανούς απευθείας στη γλώσσα τους. Αυτό είναι ένα τεράστιο μειονέκτημα - ειδικά όταν η κρατούσα αντίληψη και προσέγγιση της σημερινής κυβέρνησης είναι αγγλοσαξονική και συνεπώς όχι απόλυτα συμβατή με τη γερμανική στάση.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Γερμανία όπως κι άλλες χώρες της Ευρώπης με τη βοήθεια προς την Ελλάδα αλλά και την Πορτογαλία και την Ιρλανδία εξυπηρετούν και δικά τους συμφέροντα και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν δικούς τους φόβους. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάει κανείς ότι χάρη στη βοήθεια των Γερμανών μπήκαμε και στην Ευρώπη και στην Ευρωζώνη. Αυτό το κεκτημένο πρέπει να το διαφυλάξουμε με κάθε θυσία. Και ας μη λησμονούμε ότι για να κατοχυρώνουμε τις θέσεις μας και τα συμφέροντά μας πρέπει να βρισκόμαστε σε διαρκή διάλογο με τους εταίρους μας. Ενα διάλογο που δεν πρέπει να περιορίζεται στα αυστηρά θεσμικά πλαίσια των Συνόδων Κορυφής ή των Συμβουλίων Υπουργών. Ενα διάλογο που τώρα που έχουμε προβλήματα θα πρέπει να είναι δεκαπλάσιος σε συχνότητα, σε ένταση, σε επιχειρήματα - και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα. Δεν έχω όμως, δυστυχώς, την εντύπωση πως αυτή η ανάγκη έχει γίνει αντιληπτή απ’ όσους έχουν την ευθύνη χάραξης αυτού του διαλόγου
Kathimerini.gr
Είναι φυσικό οι αντιφάσεις στη συμπεριφορά της Γερμανίας και η στάση κορυφαίων εκπροσώπων της -είτε βρίσκονται στον χώρο της πολιτικής, είτε της οικονομίας, είτε των μέσων ενημέρωσης- να μας προκαλούν εκνευρισμό. Για να αποφεύγουμε όμως υπερβολές θα πρέπει να αναλύσουμε σωστά σε ποιους βασικούς παράγοντες οφείλονται αυτές οι αντιφάσεις και οι συχνές λεκτικές δολιχοδρομίες στην άσκηση της γερμανικής πολιτικής.
1. Η Γερμανία δεν έχει «ωριμάσει» όσο και όπως θα έπρεπε μετά την ενοποίησή της πριν από 20 χρόνια στον ρόλο της σημαντικότερης χώρας από πλευράς οικονομικής και πολιτικής επιρροής στον χώρο της Ευρώπης. Γι’ αυτό άλλωστε και διαχειρίζεται, συχνά με τρόπο άκομψο, τις διεθνείς της σχέσεις. Οταν πριν από μερικές εβδομάδες μιλώντας σε Γερμανούς τραπεζίτες τούς είπα απερίφραστα ότι η «κακόηχη πολυφωνία» των Γερμανών πολιτικών κατά το πρόσφατο διάστημα προκαλεί σύγχυση στην Ευρώπη, εισέπραξα ένα αναπάντεχο χειροκρότημα επιδοκιμασίας.
2. Αυτή η σχετική ανωριμότητα δεν αφήνει τον μέσο Γερμανό, που έχει μάθει να δουλεύει σκληρά και να βάζει με θαυμαστή αυτοπειθαρχία στην άκρη τις οικονομίες του, να καταλάβει γιατί η χώρα του πρέπει να βοηθάει στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης άλλες χώρες -σαν τη δική μας- που βρίσκονται σε ανάγκη. Πρόσφατα μου έλεγε Γερμανός υφυπουργός, με στενούς προσωπικούς δεσμούς με την Ελλάδα, ότι το κλίμα στην ιδιαίτερη εκλογική του περιφέρεια είναι όλο και πιο αρνητικό και καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να πείσει τους ψηφοφόρους του που τον εκλέγουν επί εικοσαετία γιατί η βοήθεια στην Ελλάδα είναι απαραίτητη.
3. Δεν είναι ασήμαντο το δικό μας μερίδιο ευθύνης στη δημιουργία αυτού του κλίματος. Οσο δίνουμε υποσχέσεις που δεν τηρούμε και βάζουμε στόχους που δεν πιάνουμε, η δυσπιστία απέναντί μας, ειδικά σε μια χώρα σαν τη Γερμανία, μεγαλώνει. Ακόμη: Κάνουμε φοβερά λάθη που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια στη διεθνή μας εικόνα. Είτε μιλώντας για «Τιτανικούς» και «ατελείωτη διαφθορά». Είτε γιατί κάποια πολιτικά πρόσωπα με κοντόφθαλμη θεώρηση των πραγμάτων μιλάνε ξαφνικά για συντάξεις αναπηρίας «μαϊμού» ή άλλα παρόμοια χωρίς να αναλογίζονται ότι όλα αυτά -υπαρκτά ασφαλώς φαινόμενα, αλλά περιορισμένα σε έκταση- μεταδίδονται, ειδικά στη σημερινή πολιτική συγκυρία, με κάθε λεπτομέρεια από τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία και εντείνουν μια ανεπίτρεπτα στρεβλή εικόνα της χώρας. Μια εικόνα που είναι πολύ δύσκολο να ανατραπεί στη συνέχεια.
4. Το τελευταίο διάστημα η επικοινωνία μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας πάσχει. Δεν αρκούν ούτε οι περιστασιακές επαφές Παπανδρέου - Μέρκελ, ούτε οι συχνότερες συναντήσεις Βενιζέλου - Σόιμπλε. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στις κυβερνήσεις Καραμανλή και Σημίτη, στην ηγετική ομάδα της σημερινής κυβέρνησης, και όχι μόνον, δεν υπάρχει απολύτως κανείς που να έχει άμεση γνώση της σημερινής Γερμανίας, που να μιλάει πολύ καλά γερμανικά, να μπορεί να επικοινωνήσει με τους Γερμανούς απευθείας στη γλώσσα τους. Αυτό είναι ένα τεράστιο μειονέκτημα - ειδικά όταν η κρατούσα αντίληψη και προσέγγιση της σημερινής κυβέρνησης είναι αγγλοσαξονική και συνεπώς όχι απόλυτα συμβατή με τη γερμανική στάση.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Γερμανία όπως κι άλλες χώρες της Ευρώπης με τη βοήθεια προς την Ελλάδα αλλά και την Πορτογαλία και την Ιρλανδία εξυπηρετούν και δικά τους συμφέροντα και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν δικούς τους φόβους. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάει κανείς ότι χάρη στη βοήθεια των Γερμανών μπήκαμε και στην Ευρώπη και στην Ευρωζώνη. Αυτό το κεκτημένο πρέπει να το διαφυλάξουμε με κάθε θυσία. Και ας μη λησμονούμε ότι για να κατοχυρώνουμε τις θέσεις μας και τα συμφέροντά μας πρέπει να βρισκόμαστε σε διαρκή διάλογο με τους εταίρους μας. Ενα διάλογο που δεν πρέπει να περιορίζεται στα αυστηρά θεσμικά πλαίσια των Συνόδων Κορυφής ή των Συμβουλίων Υπουργών. Ενα διάλογο που τώρα που έχουμε προβλήματα θα πρέπει να είναι δεκαπλάσιος σε συχνότητα, σε ένταση, σε επιχειρήματα - και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα. Δεν έχω όμως, δυστυχώς, την εντύπωση πως αυτή η ανάγκη έχει γίνει αντιληπτή απ’ όσους έχουν την ευθύνη χάραξης αυτού του διαλόγου
Kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου